- μύσσομαι
- μύσσομαι (Α)φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ-jω) —απ' όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ.— ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu-k- / *(s)meu-g- με αρχική σημ. «μαλακός», απ' όπου «ολισθηρός, γλιστρώ, βλέννα, βλεννώδης» (πρβλ. σμύξων, σμύσσεται, σμυκτήρ, γλώσσες Ησύχ.) και συνδέεται με λατ. mūcōr, mūcus «βλέννα, μύξα» και ē-mungō / mungō «βγάζω τη μύξα» (πρβλ. λ. μύξα), αρχ. ισλδ. mygia «μούχλα», λεττον. mukls «βαλτώδης», κελτ. smūc «μαλακός». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «διαφεύγω, αφήνω, ελευθερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. muncati, λιθουαν. munku). Στην ίδια ρίζα με το ρ. μύσσομαι ανάγονται και οι λ. μύκης*, μύζω* (II) και μυχθίζω*. Η σημ., τέλος, τού ρ. μύσσομαι εξελίχθηκε στα δύο σημαντικά παράγωγά του σε «βλέννα, βλεννώδης» για τη λ. μύξα* και τα παράγωγά της και «χλευάζω, περιγελώ» για τη λ. μυκτήρ* και τα παράγωγά της.ΠΑΡ. μυκτήρ(ας), μύξα.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκμύσσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.